ἡμεροσκόπος

ἡμεροσκόπος
ἡμεροσκόπος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροσκόποις — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut dat pl ἡμεροσκόπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπους — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem acc pl ἡμεροσκόπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπων — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut gen pl ἡμεροσκόπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόποι — ἡμεροσκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπον — ἡμεροσκόπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερόσκοποι — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροσκοπώ — ἡμεροσκοπῶ, έω (Α) [ημεροσκόπος] είμαι ημεροσκόπος* …   Dictionary of Greek

  • Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma …   Wikipedia Español

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”